- ἐπινυστάξειε
- ἐπινυστάζωdrop asleep overaor opt act 3rd sgἐπινυστάζωdrop asleep overaor opt act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επινυστάζω — ἐπινυστάζω (AM) νυστάζω, αποκοιμιέμαι πάνω σε κάτι («ἀφ’ ἑσπέρας ἐπινυστάξειε τοῑς σιτίοις», Πλούτ.) μσν. αδιαφορώ για κάτι, παραμελώ κάτι … Dictionary of Greek